-
1 διαμαρτυρέω
2 c. inf., affirm by a διαμαρτυπία that..,δ. μὴ ἐπίδικον.. τὸν κλῆρον εἶναι Is.3.3
, cf. D.44.48:—[voice] Pass., [tense] aor. διεμαρτυρήθην, to be affirmed in a διαμαρτυρία to be so and so,διεμαρτυρήθη μὴ Πλαταιεὺς εἶναι Lys.23.13
, cf. Is.3.5;τὰ διαμαρτυρηθέντα Isoc.18.15
.3 [voice] Med., testify against,τὰ πραττόμενα J.AJ9.8.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμαρτυρέω
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский